οπιοφάγος

οπιοφάγος
ο
αυτός που έχει τη συνήθεια να παίρνει όπιο εσωτερικώς ως ναρκωτικό, οπιομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + -φαγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”